χνοώδη

χνοώδη
χνοώδης
like fine powder
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
χνοώδης
like fine powder
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
χνοώδης
like fine powder
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… …   Dictionary of Greek

  • καψέλλα — Μονοετής πόα (Capsella bursa pastoris) της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), πολύ κοινή κατά μήκος των αγροτικών δρόμων. Είναι ζιζάνιο των αγρών, διαδεδομένο ακόμα και στις κατοικημένες περιοχές, όπου φύεται στις βάσεις των τοίχων. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • κνίκος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα) που φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. ο βενέδικτος, ενώ είναι γνωστό και με τις κοινές ονομασίες καλάγκαθο, καρδισάντο και αγιάγκαθο. Πρόκειται για ετήσιο φυτό …   Dictionary of Greek

  • πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… …   Dictionary of Greek

  • σουσάμι — (σήσαμο το ινδικό). Ελαιοφόρο φυτό της οικογένειας των Πεδαλιιδών ή Πηδαλιιδών (δικοτυλήδονα), είδος των εύκρατων και τροπικών κλιμάτων, όπου καλλιεργείται από τους αρχαίους χρόνους (Ινδία, Κίνα, Αίγυπτος). Έχει απαιτήσεις σε θερμοκρασία και… …   Dictionary of Greek

  • χνοώδης — ες / χνοώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χνόος / χνοῡς] 1. αυτός που μοιάζει με χνούδι 2. αυτός που καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός. επίρρ... χνοωδῶς Α με χνοώδη μορφή …   Dictionary of Greek

  • μυοσωτίδα — Κοινή ονομασία φυτών του γένους μυοσωτίδα, της οικογένειας των βοραγινιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει πολυάριθμα ποώδη είδη, από το κοινότατο «μη με λησμόνει» (μ. η ελοχαρής), που αυτοφύεται σε υγρές θέσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα, έως… …   Dictionary of Greek

  • σίκαλη ή βρίζα — (ΣίκαλIς η σιτηρά). Ετήσιο σιτηρό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργείται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, σε μερικές μάλιστα (Τσεχοσλοβακία, Γερμανία, Πολωνία) υπερβαίνει και την καλλιέργεια του σταριού, επειδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”